- γεγαλακτωμένας
- γεγαλακτωμένᾱς , γαλακτόομαιbecome milkperf part mp fem acc plγεγαλακτωμένᾱς , γαλακτόομαιbecome milkperf part mp fem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.